- Χάρκοβο
- το г. Харьков
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Χάρκοβο — Πόλη (1.611.000 κάτ.), πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (31.400 τ. χλμ. και 3.196.000 κάτ.) στην δημοκρατία της Ουκρανίας, της οποίας υπήρξε πρωτεύουσα από το 1920 έως το 1934· βρίσκεται κοντά στη συμβολή των ποταμών Χαρκόφ και Λόπαν, που… … Dictionary of Greek
Κβίτκα, Γκριγκόρι Φιοντόροβιτς — (Grigori Fedorovitch Kvitka, Οσνόβα 1778 – Χάρκοβο 1843). Ουκρανός λογοτέχνης. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια. Υπήρξε ένας από τους εκδότες και συντάκτες της εφημερίδας Ουκρανικός Ταχυδρόμος. Χρημάτισε διευθυντής του επαγγελματικού… … Dictionary of Greek
Names of European cities in different languages: I–L — v · d · … Wikipedia
Κίεβο — (Kiev Kyyiv). Πόλη (2.602.000 κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα της Ουκρανίας. Είναι χτισμένη σε ένα επίπεδο ύψωμα στη δεξιά όχθη του Δνείπερου, στο όριο ανάμεσα στη δασική ζώνη και στη στέπα. Παραδοσιακή γεωργική αγορά καθώς και αγορά γουναρικών και… … Dictionary of Greek
Κοβαλέφσκι, Μαξίμ Μαξίμοβιτς — (Maksim Maksimovich Kovalevsky, Χάρκοβο 1851 – Αγία Πετρούπολη 1916). Ρώσος ιστορικός και πολιτικός. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο του Χάρκοβο, από το οποίο αποφοίτησε το 1872. Συνέχισε τις νομικές του σπουδές στο Βερολίνο, στη Βιέννη, στο… … Dictionary of Greek
Λίφσιτς, Γεβγκένι Μιχαήλοβιτς — (Yevgeny Mihailovich Lifshitz, Χάρκοβο 1915 – Μόσχα 1985). Ρώσος φυσικός. Σπούδασε στο πολυτεχνείο του Χάρκοβο και μετά εργάστηκε στο Φυσικοτεχνικό Ινστιτούτο της ίδιας πόλης (1933 38). Πραγματοποίησε πολλές μελέτες σχετικά με τον… … Dictionary of Greek
Μέτσνικοφ, Ιλία Ίλιτς — (Ilya Ilich Mechnikov, Χάρκοβο Ουκρανίας 1845 – 1916). Ρώσος βιολόγος και παθολόγος, ένας από τους ιδρυτές της εξελικτικής εμβρυολογίας. Ο Μ. αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Χάρκοβο το 1864. Ειδικεύτηκε στη βιολογία σε πανεπιστήμιο της… … Dictionary of Greek
Ουκρανία — Κράτος της ανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με την Πολωνία, Β με τη Λιθουανία, ΒΑ με τη Ρωσία, ΝΔ με τη Σλοβακία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τη Μολδαβία, και στα Ν βρέχεται από την Αζοφική και από τη Μαύρη θάλασσα (Εύξεινο Πόντο).Ο. σημαίνει… … Dictionary of Greek
Στεκλόφ, Βλαντιμίρ Αντρέγιεβιτς — Σοβιετικός μαθηματικός (1864 1926). Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Χάρκοβο. Αργότερα εργάστηκε στην έδρα της μηχανικής του ίδιου πανεπιστήμιου, στην αρχή ως βοηθός και μετά ως υφηγητής και καθηγητής. Επίσης διατέλεσε καθηγητής της θεωρητικής… … Dictionary of Greek
αγροτικά κινήματα και εξεγέρσεις — Γενικά με τον όρο αυτό νοούνται οι μαζικοί και βίαιοι αγώνες που διεξάγει η αγροτική τάξη για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Οι αγώνες αυτοί έχουν χαρακτήρα άλλοτε αιφνίδιο, αυθόρμητο και ανοργάνωτο (εξεγέρσεις) και άλλοτε καλύτερα… … Dictionary of Greek
Καλομοίρης, Μανόλης — (Σμύρνη 1883 – Αθήνα 1962).Συνθέτης, μουσικοπαιδαγωγός και μουσικοκριτικός. Σπούδασε αρχικά στην Αθήνα με τον Τιμόθεο Ξανθόπουλο και στην Kωνσταvτιvoύπoλη με τη Σοφία Σπανούδη. Ωστόσο, συστηματικές σπουδές στο πιάνο και στη σύνθεση έκανε στο… … Dictionary of Greek